Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

επιστολή της Ελληνικής Κυβέρνησης προς Μέρκελ


«Γνωρίζετε, Εξοχοτάτη, ότι η κυβέρνησή μου ανέλαβε με θάρρος τον αγώνα εναντίον του κομμουνιστικού επαναστατικού κινήματος. Οι συνεχείς  προσπάθειές μας για στρατολόγηση και εξοπλισμό πιστών σωμάτων ασφαλείας, τα οποία χρησιμοποιούνται ήδη εναντίον των κομμουνιστών στην πρωτεύουσα, σας είναι επίσης γνωστές […] 
Η κυβέρνησή μου δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει μέσα, όσο σκληρά και αν πρέπει να είναι, εναντίον των οπλισμένων αναρχοκομμουνιστικών στοιχείων, που πίστεψαν ότι βρήκαν ήδη την ευκαιρία για να μπορέσουν να επιβάλουν με τις αιματηρές και δολοφονικές τους ενέργειες τις φριχτές αρχές τους στον άτυχο και χειμαζόμενο ελληνικό λαό.»


η απάντηση:
Η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ απηύθυνε συγχαρητήρια επιστολή προς τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά.
Η επιστολή, όπως δόθηκε στη δημοσιότητα σήμερα από την καγκελαρία, έχει ως εξής:
«Αξιότιμε κ. πρωθυπουργέ,
Σας συγχαίρω εγκαρδίως για την ανάληψη των καθηκόντων σας ως πρωθυπουργού της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Αναλαμβάνετε τα καθήκοντά σας σε μια δύσκολη στιγμή, κατά την οποία στρέφονται μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες προς εσάς και την κυβέρνησή σας. Για την μελλοντική σας εργασία ως πρωθυπουργός, σας εύχομαι καλή επιτυχία και καλή τύχη. Προσβλέπω με χαρά στη συνεργασία, η οποία θα ενισχύσει και θα εμβαθύνει την παραδοσιακά καλή και βαθιά φιλία μεταξύ των λαών μας.
Με φιλικούς χαιρετισμούς,
Άγκελα Μέρκελ».





20 Δεκεμβρίου 1943
Οι δυνάμεις κατοχής, αναζητώντας μια προσωπικότητα που θα μπορούσε να εφαρμόσει με μεγαλύτερη επιτυχία την πολιτική τους, προχώρησαν στην αντικατάσταση του πρωθυπουργού Λογοθετόπουλου από τον έμπειρο πολιτικό Ιωάννη Ράλλη. 

Ο διορισμός του Ράλλη σηματοδότησε την έναρξη των διαδικασιών για τη δημιουργία ελληνικής ένοπλης δύναμης, με στόχο την αναχαίτιση του ΕΑΜ. Τον Απρίλιο του 1943 δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, τα οποία εξοπλίστηκαν από τις δυνάμεις κατοχής. Ο λόγος που οδήγησε στη δημιουργία τους καταγράφεται σε επιστολή του Ιωάννη Ράλλη προς το διοικητή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα, στρατηγό Σπάιντελ, στις 20 Δεκεμβρίου 1943:

η πραγματική επιστολή:

«Γνωρίζετε, Εξοχότατε, ότι η κυβέρνησή μου ανέλαβε με θάρρος τον αγώνα εναντίον του κομμουνιστικού επαναστατικού κινήματος. Οι συνεχείς  προσπάθειές μου για στρατολόγηση και εξοπλισμό πιστών σωμάτων ασφαλείας, τα οποία χρησιμοποιούνται ήδη εναντίον των κομμουνιστών στην πρωτεύουσα, σας είναι επίσης γνωστές […] Η κυβέρνησή μου δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει μέσα, όσο σκληρά και αν πρέπει να είναι, εναντίον των οπλισμένων αναρχοκομμουνιστικών στοιχείων, που πίστεψαν ότι βρήκαν ήδη την ευκαιρία για να μπορέσουν να επιβάλουν με τις αιματηρές και δολοφονικές τους ενέργειες τις φριχτές αρχές τους στον άτυχο και χειμαζόμενο ελληνικό λαό.»


Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ


"Η μελέτη των διοικητικών μηχανισμών του ελληνικού κράτους αποτελεί ακόμη και σήμερα ζητούμενο για την ιστορική έρευνα. Είναι ελάχιστα τα πράγματα που γνωρίζουμε για τη συγκρότηση του κρατικού μηχανισμού, για τη διάρθρωση και τη λειτουργία των Υπουργείων ή άλλων κρατικών υπηρεσιών. Το πλέον δυσπρόσιτο και σκοτεινό κομμάτι για την ιστορική έρευνα είναι αυτό των Σωμάτων Ασφαλείας και του ρόλου που διαδραμάτισαν στη σύγχρονη ελληνική ιστορία."
 Πριν τον πόλεμο, δύο ήταν τα Σώματα που είχαν την αρμοδιότητα για την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας. Η Βασιλική Χωροφυλακή, που ήδη από το Μεσοπόλεμο είχε αναλάβει τη διαφύλαξη του κοινωνικού καθεστώτος και η Αστυνομία Πόλεων, που είχε αρμοδιότητες τήρησης της τάξης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν ο υπερτιμημένος κίνδυνος του κομμουνισμού προσφέρονταν για πολιτική εκμετάλλευση, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου σύστησε τη Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους, που υπαγόταν στην Χωροφυλακή.[1]
Παράλληλα με την επιχειρησιακή υλοποιήθηκε και η νομοθετική οχύρωση του αστικού καθεστώτος απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο. Λίγες εβδομάδες πριν τη σύσταση της Ειδικής Ασφάλειας είχε κατατεθεί στη Βουλή το νομοσχέδιο «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», το οποίο έγινε νόμος του κράτους το καλοκαίρι του 1929, ευρύτερα γνωστό ως «Ιδιώνυμο».[2] Αν και υπήρχε αντίστοιχη υπηρεσία της Αστυνομίας Πόλεων για τη δίωξη του κομμουνισμού, μετά την ίδρυσή της η Ειδική Ασφάλεια θα αναλάβει εξολοκλήρου τη δίωξη του εσωτερικού εχθρού. Στο αντικομμουνιστικό οπλοστάσιο των Σωμάτων Ασφαλείας, θα προστεθεί λίγο πριν τον πόλεμο το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων. Το Σώμα αυτό ιδρύθηκε τον Μάιο του 1939 από το δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά με επικεφαλής τον Αστυνόμο Νίκο Μπουραντά και λειτούργησε ως ένοπλη μονάδα άμεσης επέμβασης σε κάθε αναταραχή που προκαλούνταν στο κέντρο και στις συνοικίες της πόλης.[3]

Η δράση των Σωμάτων αυτών κατά τη διάρκεια της Κατοχής, που λόγω του αμιγώς αντικομμουνιστικού τους προσανατολισμού ήταν ήδη από τον Μεσοπόλεμο στελεχωμένα από ανάλογο δυναμικό, έχει μείνει στο σκοτάδι. Αντίθετα, τα επίσημα εθνικά ή κομματικά αφηγήματα καθώς και η συλλογική μνήμη, έχουν εστιαστεί σχεδόν αποκλειστικά στον προδοτικό ρόλο των Ταγμάτων Ασφαλείας, αφήνοντας στο απυρόβλητο τον επίσης προδοτικό χαρακτήρα της δράσης της Χωροφυλακής και του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων. 
Η κεντρική θέση που υποστηρίζω σε αυτή την εισήγηση είναι ότι η εμφύλια σύγκρουση που εκδηλώθηκε τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής στην Αθήνα, στοιχίζοντας τη ζωή σε 2.000 περίπου ανθρώπους,[4] υπήρξε αποτέλεσμα δύο βασικών διαδικασιών: του γενικότερου σχεδιασμού των γερμανικών δυνάμεων κατοχής για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου στο βαλκανικό χώρο και της επιλογής της δωσίλογης κυβέρνησης του Ιωάννη Ράλλη να καταστείλει ένοπλα το εαμικό αντιστασιακό κίνημα. Εδώ θα εστιάσουμε την προσοχή μας στο χώρο των Σωμάτων Ασφαλείας και ιδιαίτερα στο ρόλο που διαδραμάτισε η Χωροφυλακή, ο οποίος παραμένει αδιερεύνητος.

Οι παραπάνω διαδικασίες ενεργοποιήθηκαν όταν πλέον έγιναν ορατοί οι κίνδυνοι που προέκυπταν για τις δύο συνεργαζόμενες πλευρές, από τη σημαντική ενίσχυση του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια του 1943. Η εμφύλια σύγκρουση στην Αθήνα υπήρξε αποτέλεσμα της προσπάθειά τους να μεταφέρουν την αντιπαράθεση με το ΕΑΜ, από το πολιτικό πεδίο, όπου αυτό κατήγαγε συνεχείς νίκες, στο ένοπλο. Στο πλαίσιο αυτό, οι σχεδιασμοί των κατακτητών περιορίστηκαν στα χρονικά όρια που έθετε ο πόλεμος, ενώ αυτοί της δωσίλογης κυβέρνησης αλλά και του ΕΑΜ, αφορούσαν κυρίως τη μεταπολεμική περίοδο και συγκεκριμένα το κρίσιμο χρονικό διάστημα αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών και την άφιξη της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, προσδίδοντας σαφή πολιτικό χαρακτήρα στη μεταξύ τους σύγκρουση.
Η περίπτωση των Σωμάτων Ασφαλείας, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η εμφύλια σύγκρουση μετασχημάτισε μια κρατική υπηρεσία τήρησης της τάξης σε ένοπλη αντιεαμική δύναμη, η οποία με τη δράση της συνέβαλε στην κλιμάκωση της σύγκρουσης αυτής, μέσα από τη συνεχή διεύρυνση και εμβάθυνση του κύκλου της εμφύλιας βίας.
 
Το πλαίσιο ανάπτυξης των εμφύλιων ένοπλων συγκρούσεων στην κατοχική Αθήνα
 
Το 1943 υπήρξε έτος καμπής τόσο για την εξέλιξη του πολέμου στα μεγάλα μέτωπα της ανατολικής Ευρώπης και της Βορείου Αφρικής, μετά τις μεγάλες νίκες των συμμάχων έναντι των δυνάμεων του Άξονα, όσο και για την ανάπτυξη του εγχώριου αντιστασιακού κινήματος. Στην Αθήνα, το πρώτο τρίμηνο του 1943 σημαδεύτηκε από τις συνεχείς και μαζικές διαδηλώσεις των κατοίκων ενάντια στο μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης, που στόχευε στην αποστολή χιλιάδων Ελλήνων πολιτών προς εργασία στις παραγωγικές μονάδες της Γερμανίας. Μετά από τις αντιδράσεις αυτές το μέτρο αποσύρθηκε δίνοντας στην οργανωμένη αντίσταση τη μεγαλύτερη μέχρι τότε νίκη, μια νίκη την οποία καρπώθηκε σε μεγάλο βαθμό το ΕΑΜ, γεγονός που το κατέστησε την ισχυρότερη αντιστασιακή δύναμη στην πρωτεύουσα.
Οι δυνάμεις κατοχής, αναζητώντας μια προσωπικότητα που θα μπορούσε να εφαρμόσει με μεγαλύτερη επιτυχία την πολιτική τους, προχώρησαν στην αντικατάσταση του πρωθυπουργού Λογοθετόπουλου από τον έμπειρο πολιτικό Ιωάννη Ράλλη. Ο διορισμός του Ράλλη σηματοδότησε την έναρξη των διαδικασιών για τη δημιουργία ελληνικής ένοπλης δύναμης, με στόχο την αναχαίτιση του ΕΑΜ. Τον Απρίλιο του 1943 δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, τα οποία εξοπλίστηκαν από τις δυνάμεις κατοχής. Ο λόγος που οδήγησε στη δημιουργία τους καταγράφεται σε επιστολή του Ιωάννη Ράλλη προς το διοικητή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα, στρατηγό Σπάιντελ, στις 20 Δεκεμβρίου 1943:

«Γνωρίζετε, Εξοχότατε, ότι η κυβέρνησή μου ανέλαβε με θάρρος τον αγώνα εναντίον του κομμουνιστικού επαναστατικού κινήματος. Οι συνεχείς  προσπάθειές μου για στρατολόγηση και εξοπλισμό πιστών σωμάτων ασφαλείας, τα οποία χρησιμοποιούνται ήδη εναντίον των κομμουνιστών στην πρωτεύουσα, σας είναι επίσης γνωστές […] Η κυβέρνησή μου δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει μέσα, όσο σκληρά και αν πρέπει να είναι, εναντίον των οπλισμένων αναρχοκομμουνιστικών στοιχείων, που πίστεψαν ότι βρήκαν ήδη την ευκαιρία για να μπορέσουν να επιβάλουν με τις αιματηρές και δολοφονικές τους ενέργειες τις φριχτές αρχές τους στον άτυχο και χειμαζόμενο ελληνικό λαό.»
[5]

Πέρα όμως από τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, η επιλογή της ένοπλης αντιπαράθεσης με το ΕΑΜ, είχε επιπτώσεις και σε ένα άλλο νευραλγικό τμήμα του κρατικού μηχανισμού. Στην Αθήνα η κυβέρνηση Ράλλη επιδίωξε την πλαισίωση και ενίσχυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, από τα Σώματα Ασφαλείας που είχαν πολυετή εμπειρία σε τέτοιου είδους δράση, ήδη από την περίοδο των διώξεων του προπολεμικού παράνομου ΚΚΕ.

Πριν ακόμη από το διορισμό του Ιωάννη Ράλλη, οι διαδικασίες που οδήγησαν στο μετασχηματισμό τμήματος των Σωμάτων Ασφαλείας σε δυνάμεις καταστολής του εαμικού αντιστασιακού κινήματος και κατ’ επέκταση σε άμεσους συνεργάτες των κατακτητών, είχαν δρομολογηθεί. Τον Απρίλιο του 1942 καταργήθηκε με νομοθετικό διάταγμα το Υπουργείο Δημοσίας Ασφαλείας και από τότε η Χωροφυλακή και η Αστυνομία Πόλεων υπάχθηκαν στο Υπουργείο Εσωτερικών.[6] Στη δωσίλογη κυβέρνηση Λογοθετόπουλου που διορίστηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1942, ο Αναστάσιος Ταβουλάρης ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών. Όταν αντικαταστάθηκε ο Λογοθετόπουλος, η θέση του Ταβουλάρη ισχυροποιήθηκε, καθώς ευνοήθηκε από το πολιτικό παρασκήνιο γύρω από την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ιωάννη Ράλλη.
Στο παρασκήνιο αυτό πρωτοστάτησαν δύο προσωπικότητες από το προπολεμικό παρελθόν. Επιδιώκοντας να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στην μεταπολεμική πολιτική ζωή, ο υπαρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων Στυλιανός Γονατάς από κοινού με τον σφόδρα αντιβασιλικό στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο, προσφέρθηκαν να συνδράμουν την προσπάθεια της κυβέρνησης του βασιλόφρονα Ιωάννη Ράλλη για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας. Η συμβολή τους επικεντρώθηκε στην προσέλκυση έμπειρων αξιωματικών από τον ΕΔΕΣ της Αθήνας για τη στελέχωση των Ταγμάτων Ασφαλείας, με στόχο να τα θέσουν υπό τον έλεγχό τους. Οι διεργασίες αυτές είχαν ως συνέπεια τη διάσπαση του ΕΔΕΣ Αθηνών, ανάμεσα στο αντιστασιακό – δημοκρατικό τμήμα του και αυτό που συνεργάστηκε στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, γνωστό ως «προδοτικός» ΕΔΕΣ.[7]
Οι κινήσεις αυτές δεν περιορίστηκαν μόνο στο πεδίο της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας. Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο υψηλόβαθμος αξιωματικός της Χωροφυλακής Κων/νος Αντωνίου, μέσω του εδεσίτη Υπουργού Εσωτερικών Α. Ταβουλάρη «επιδιώχθη η διαφοροποίησις των εν τη Χωροφυλακή αντιλήψεων και κατευθύνσεων με απώτερον σκοπόν την δημιουργίαν προϋποθέσεων δια τους ανωτέρω αντικειμενικούς σκοπούς, οίτινες ήσαν και σκοποί των Γερμανών»,[8] μετατρέποντας ουσιαστικά τη Χωροφυλακή σε όργανο του κατακτητή.
Οι διεργασίες αυτές επιταχύνθηκαν το καλοκαίρι του 1943. Στα τέλη Ιουλίου έγινε γνωστή η ανατροπή του Μουσολίνι, ενώ στις αρχές του Σεπτέμβρη η Ιταλία συνθηκολόγησε με αποτέλεσμα την αποχώρηση των στρατευμάτων της από την Ελλάδα. Οι Γερμανοί προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσουν το οικονομικό και διοικητικό κόστος, αλλά και αυτό σε ανθρώπινες ζωές, που προέκυπτε από την επέκταση των εδαφών που πέρασαν υπό τον έλεγχό τους μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και από τη δράση του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο, επέλεξαν τη λύση της υποδαύλισης των εμφύλιων συγκρούσεων, ενισχύοντας τις ποικίλες αντιεαμικές – αντικομμουνιστικές δυνάμεις σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Σε αυτό το κλίμα, ο Υπουργός Εσωτερικών Α. Ταβουλάρης πέτυχε τη στελέχωση της Χωροφυλακής με άτομα της εμπιστοσύνης του. Με το νόμο που του επέτρεπε να ανακαλεί στην υπηρεσία απόστρατους αξιωματικούς,[9] ο Ταβουλάρης επανέφερε στο Σώμα και μάλιστα ως επικεφαλής του, τον συγγενή και στενό συνεργάτη του Θεόδωρου Παγκάλου κατά την περίοδο της δικτατορίας, Κωνσταντίνο Γκίνο,[10] τον Αλέξανδρο Λάμπου, που τοποθετήθηκε επικεφαλής της Διεύθυνσης Ειδικής Ασφαλείας και τον Στυλιανό Παπαγρηγοράκη, ως Διευθυντή Ασφαλείας του Υπουργείου Εσωτερικών.[11] Και οι τρεις έλαβαν το βαθμό του Υποστρατήγου.

Οι πρώτες ενδείξεις. Η εμφάνιση της Χωροφυλακής στο προσκήνιο

Για πρώτη φορά η ένοπλη δράση της Χωροφυλακής ενάντια στο εαμικό αντιστασιακό κίνημα,
καταγράφηκε κατά την επιχείρηση καταστολής της μαζικότερης διαδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στην κατεχόμενη Ελλάδα. Η αιματηρή κατάληξη της μαζικής διαδήλωσης της 22ας Ιουλίου 1943 ενάντια στην επέκταση της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην Κεντρική Μακεδονία, με τους 59 νεκρούς και τραυματίες,
[12] ήταν η πρώτη σημαντική εκδήλωση της νέας τακτικής που ακολουθούσε η κυβέρνηση Ράλλη. Αν και τα περισσότερα θύματα προήλθαν από γερμανικά πυρά, η συμμετοχή ανδρών της Ειδικής Ασφάλειας ήταν κάτι παραπάνω από ορατή. Τρεις μήνες μετά τη μεγάλη αυτή διαδήλωση, ο Νικόλαος Καίσαρης της Ειδικής Ασφάλειας και τρεις άλλοι υπαξιωματικοί της Χωροφυλακής, θα προαχθούν λόγω της συμβολής τους στην επιχείρηση κατά της «ενόπλου διαδηλώσεως αναρχικών στοιχείων τη 22-7-1943».[13]
Ενάμισι μήνα αργότερα η συνθηκολόγηση της Ιταλίας θα μεταβάλλει τα δεδομένα στην Αθήνα. Τις ημέρες που ακολούθησαν, μέσα από το τεράστιο «παζάρι» που είχε στηθεί ανάμεσα σε Ιταλούς στρατιώτες και μέλη του ΕΑΜ, ένα σημαντικό μέρος του ιταλικού στρατιωτικού εξοπλισμού πέρασε στα χέρια των εαμικών οργανώσεων, γεγονός που οδήγησε στην ουσιαστική ενεργοποίηση του ΕΛΑΣ της Αθήνας. Εκτός όμως από τον εξοπλισμό του ΕΛΑΣ, η αποχώρηση των Ιταλών ωφέλησε το εαμικό κίνημα και λόγω της μείωσης του ελέγχου που ασκούσαν οι κατοχικές δυνάμεις στις συνοικίες, αφού πολλά σημεία ελέγχου σταμάτησαν να λειτουργούν λόγω της αδυναμίας των Γερμανών να τα στελεχώσουν.

Η μαζικοποίηση του εαμικού κινήματος μέσα στο 1943, η ένοπλη καταστολή των μεγάλων διαδηλώσεων στο κέντρο της πόλης, ο εξοπλισμός του ΕΛΑΣ και η μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στις συνοικίες, οδήγησαν στο μετασχηματισμό της εαμικής αντιστασιακής δράσης. Οι πολυπληθείς πλέον οργανώσεις του ΕΑΜ, μετέφεραν τη δράση τους από το επικίνδυνο κέντρο της πόλης στις λαϊκές συνοικίες της, αναπτύσσοντας παράλληλα το ένοπλο τμήμα του.
Η έναρξη της σύγκρουσης
 
Οι επιπτώσεις που είχε η συνθηκολόγηση των Ιταλών έγιναν άμεσα ορατές. Τον ίδιο κιόλας μήνα, ένα επεισόδιο στη Ν. Ιωνία υπήρξε η αφετηρία της ένοπλης σύγκρουσης του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ με το Σώμα της Χωροφυλακής. Στις 24 Αυγούστου, ημέρα γενικής απεργίας στην Αθήνα που είχε προκηρυχθεί από το ΕΑΜ, έγινε το μεγάλο σαμποτάζ στο αμαξοστάσιο των τραμ στην Καλλιθέα. Άμεσα, οι δυνάμεις κατοχής συνέλαβαν 50 τροχιοδρομικούς με την απειλή της εκτέλεσης. Τη 1η Σεπτεμβρίου 1943 οι ανθρακωρύχοι της Καλογρέζας, υπό την καθοδήγηση της τοπικής οργάνωσης του Εργατικού ΕΑΜ, κατέβηκαν σε απεργία σε ένδειξη συμπαράστασης. Η απεργία χτυπήθηκε από τα Σώματα Ασφαλείας με αποτέλεσμα τη σύλληψη πέντε ανθρακωρύχων. Το ίδιο απόγευμα, περίπου 1.200 άτομα διαδήλωσαν διαμαρτυρόμενα για τη σύλληψη των συναδέλφων τους. Άνδρες του τοπικού Σταθμού Χωροφυλακής με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Δημήτριο Αλεξόπουλο, άνοιξαν πυρ σκοτώνοντας τρεις διαδηλωτές, ανθρακωρύχους από την Καλογρέζα, τον Παναγιώτη Κούτρα, τον Γεράσιμο Κεραμιδά και τον Παναγιώτη Γεωργίου. Περίπου ένα μήνα μετά και μέσα σ’ ένα κλίμα γενικευμένης αγανάκτησης και μίσους ενάντια στα Σώματα Ασφαλείας, ο Ταγματάρχης Αλεξόπουλος δολοφονήθηκε στη Ν. Ιωνία από μέλη του τοπικού ΕΛΑΣ.[14]       


Τα Σώματα Ασφαλείας θεώρησαν τη δολοφονία Αλεξόπουλου ως αφετηρία για την έναρξη των ένοπλων συγκρούσεων με τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ. Η αντικομμουνιστική προπαγάνδα της κυβέρνησης Ράλλη, εκμεταλλεύτηκε το συμβάν αυτό για να δείξει ότι πίσω από το εθνικοαπελευθερωτικό «προσωπείο» του ΕΑΜ κρύβονταν μια αντεθνική οργάνωση δολοφόνων, που εκτελούσε Έλληνες αξιωματικούς.[15] Αμέσως μετά το θάνατο του Αλεξόπουλου, ο Υπουργός Εσωτερικών Ταβουλάρης, εξέδωσε αυστηρή διαταγή προς όλες τις υπηρεσίες των Σωμάτων Ασφαλείας, στοχεύοντας στην τόνωση της χαμηλής μαχητικότητας των οργάνων:

«Εντέλλομαι όπως τα όργανα της χωροφυλακής και Αστυνομίας πόλεων επέμβουν με ζωηροτέραν ενεργητικότητα δια να πατάξουν αμειλίκτως τους θρασείς εχθρούς του Ελληνικού Λαού. Να συλλαμβάνουν αδιστάκτως κάθε πρόσωπον κατά του οποίου υπάρχουν αποδείξεις ότι ανήκει εις την [οργάνωσιν;] δολοφόνων της ΕΑΜ ή του ΕΛΑΣ. Και αδιστάκτως επίσης να κάμνουν χρήσιν των όπλων των εις στιγμήν καθ’ ην αι περιστάσεις το επιβάλλουν.»[16]

Η διαταγή αντανακλά το κλίμα της περιόδου. Η εντολή του επικεφαλής υπουργού για τη χωρίς δισταγμό χρήση των όπλων, πιστοποιούσε με τον πλέον επίσημο τρόπο, την έναρξη των εμφύλιων συγκρούσεων στην πόλη. Η εν λόγω διαταγή, αλλά και η γενικότερη σκλήρυνση της στάσης της ηγεσίας των Σωμάτων Ασφαλείας απέναντι στο ΕΑΜ, δρομολόγησε τις διαδικασίες που έφεραν σε διάσταση το Σώμα της Χωροφυλακής με αυτό της Αστυνομίας Πόλεων. Ένα μήνα μετά τη διαταγή, ο Διευθυντής της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών Άγγελος Έβερτ, ζήτησε με έγγραφό του προς το Υπουργείο Εσωτερικών, την εξολοκλήρου ανάληψη της αρμοδιότητας για τη δίωξη των κομμουνιστών από τη Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας που υπαγόταν στη Χωροφυλακή, επικαλούμενος το γεγονός ότι η Αστυνομία «τυγχάνει επί τοσούτον απησχολημένη με τα καθημερινώς εμφανιζόμενα ζητήματα τάξεως και ασφαλείας, ώστε να μην είναι εις θέσιν να ασχοληθή και με ζητήματα της διώξεως του κομουνισμού».[17] Ένας από τους λόγους που οδήγησαν τον Άγγελο Έβερτ σε αυτή τη στάση, είχε να κάνει με το μεγάλο βαθμό διάβρωσης που είχε υποστεί το Σώμα της Αστυνομίας Πόλεων από το ΕΑΜ. Η σημαντική επιρροή που είχε το ΕΑΜ στην Αστυνομία είχε φανεί τρεις μήνες νωρίτερα, όταν οι κατώτεροι αστυνομικοί υπάλληλοι κατήλθαν σε απεργία, γεγονός πρωτόγνωρο για τον κλάδο των αστυνομικών.[18]
Άμεση ήταν η αντίδραση του Διευθυντή της Ειδικής Ασφάλειας Α. Λάμπου. Με έγγραφό του προς το Υπουργείο Εσωτερικών, υποστήριξε ότι η Αστυνομία Πόλεων προσπαθεί να «αποφύγη την συμβολήν της εις την δίωξιν του κομμουνισμού» και χαρακτήρισε ως μη σοβαρή τη δικαιολογία του Α. Έβερτ, καθώς δεν είναι δυνατόν «εν τη περιφέρεια της Αστυνομίας Πόλεων να δρώσιν τόσον εμφανώς, δραστηρίως, και προκλητικώς τα αναρχικά στοιχεία […] πάντοτε ενεργούντα ταύτα χωρίς μάλιστα το αρμόδιον Αστυνομικόν Τμήμα να επιλαμβάνεται παντελώς και πολλάκις υπό τα όμματα των οργάνων», δημιουργώντας μια εικόνα που παρουσιάζει το Σώμα της Αστυνομίας Πόλεων «ως συνεργαζόμενον μετά της αναρχικής οργανώσεως ΕΑΜ».[19]
Η διαμάχη ανάμεσα στα δύο Σώματα και η στάση που κράτησαν απέναντι στο ΕΑΜ, καταδεικνύει ότι η συνεργασία τους με τις αρχές κατοχής δεν αποτελούσε μονόδρομο. Το παράδειγμα της Αστυνομίας Πόλεων, σε αντίθεση με αυτό της Χωροφυλακής, δείχνει ότι η συμμετοχή στη δίωξη των μελών του ΕΑΜ, ήταν περισσότερο ζήτημα προσώπων και των επιλογών που αυτά έκαναν, παρά αναγκαία επιλογή υπό την πίεση των κατακτητών.
 
Η στελέχωση της Ειδικής Ασφάλειας με νέο δυναμικό

Για να ανταποκριθεί η Χωροφυλακή και ιδιαίτερα η Ειδική Ασφάλεια στα νέα της καθήκοντα,
έπρεπε να στελεχωθεί με νέο δυναμικό. Όπως προκύπτει από τις καταθέσεις σε μεταπολεμικές δίκες οργάνων της Ειδικής Ασφάλειας, ο Υπουργός Εσωτερικών και ο Διευθυντής της Ειδικής, στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν τη μαχητικότητα της Χωροφυλακής, παραμέρισαν πολλούς από τους «γραφειοκράτες» αξιωματικούς της. Το νέο δυναμικό της Ειδικής, εντάχθηκε σε αυτή χωρίς να τηρηθούν τα οριζόμενα από τον οργανισμό της Χωροφυλακής. Σύμφωνα με την κατάθεση του Συνταγματάρχη και Διοικητή της Σχολής Χωροφυλακής Ποθητού Π.:

«Ο Υπουργός μου είπεν «τι να σας κάνω των μονίμων που δεν θέλατε να στραπατσάρετε την γραβάτα του κομουνιστού». […] Από τις ομάδες και ουχί από τα υπεύθυνα όργανα εξετελέσθησαν πολλοί εις τους δρόμους. […] Η Ασφάλεια κατέτασσε άτομα ως χωροφύλακας καθάρματα, άλλα μεν εχρησιμοποιήθησαν ως προδόται του Λάμπου και άλλα έφυγαν και πήγαν εις τα ΕΣ-ΕΣ.»
[20]

Αυτά τα «καθάρματα» και οι «προδόται», εντάχθηκαν στην Ειδική είτε ως χωροφύλακες άνευ θητείας, είτε ως ιδιώτες που έγιναν άμεσα βαθμοφόροι και συγκρότησαν ομάδες κρούσης. Οι ομάδες αυτές, σύμφωνα με τον Υποδιοικητή της Ειδικής Ασφάλειας, Συνταγματάρχη Χωροφυλακής Αναστάσιο Π., στελεχώνονταν από «εν ενεργεία αξιωματικούς ως επί κεφαλής, αλλά δεν είχον [αυτοί] την πρωτοβουλίαν. Ήσαν τυπικώς. Πρωτοβουλίαν είχον οι ομαδάρχαι. Εντάσσοντο εις την Χωροφυλακήν όργανα άνευ ουδεμίας διατυπώσεως. Ευρέθησαν δε κατόπιν γενομένου παρ’ εμού ελέγχου, 35 τούτων (οργάνων) να βαρύνονται με κοινά εγκλήματα τους οποίους και απέλυσα. Δεν υπήρχε πειθαρχία εις τας ομάδας, ήσαν εν μπουλούκι άτακτο.»[21]
Με ομαδάρχες τους Παρθενίου, Πουλή, αδελφούς Μαντά, Παναγιωτόπουλο και άλλους, οι ομάδες αυτές ανέλαβαν το κομμάτι της δράσης της Ειδικής Ασφάλειας το οποίο κινήθηκε εκτός νομιμότητας, δηλαδή συλλήψεις χωρίς εντάλματα, βασανισμοί μέχρι θανάτου, εκτελέσεις χωρίς καταδικαστικές αποφάσεις. Το νέο αυτό «αίμα» της Ειδικής, καθοδηγούμενο από μόνιμα στελέχη τα οποία προσαρμόστηκαν στο νέο ρόλο της υπηρεσίας, συνέβαλε στον επιδιωκόμενο από τους προϊσταμένους μετασχηματισμό της. Μια κρατική υπηρεσία συλλογής πληροφοριών, μεταβλήθηκε σε ομάδα κρούσης που ασκούσε ανεξέλεγκτη βία όχι μόνο σε μέλη του ΕΑΜ, αλλά και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων.  
Το χειμώνα του 1943-44 τρεις ήταν οι κύριες δεξαμενές άντλησης δυναμικού για τη στελέχωση των νέων ομάδων της Ειδικής Ασφάλειας: μέλη διαφόρων εθνικών οργανώσεων της επαρχίας, που μετά την έναρξη των εμφύλιων συγκρούσεων και τη διάλυσή τους από τον ΕΛΑΣ αναζήτησαν καταφύγιο στην Αθήνα, [22] οι αντικομμουνιστικές οργανώσεις της πόλης και άτομα του κοινού εγκλήματος, τα οποία επεδίωκαν οικονομικά οφέλη από τη δράση τους στην Ειδική.
Εντάσσοντας πολλά από τα άτομα αυτά στο δυναμικό της και προμηθεύοντας μέλη αντικομμουνιστικών οργανώσεων («προδοτικός» ΕΔΕΣ, οργάνωση Χ, Εθνική Ένωση Βασιλοφρόνων κ.α.) με ταυτότητες, η Ειδική συγκρότησε ένα δίκτυο συνοικιακών ομάδων. Χαρακτηριστική περίπτωση υπήρξε αυτή του Ιωάννη Σ., ο οποίος «συνέδραμε» την ΕΚΚΑ του Συνταγματάρχη Ψαρρού και αποφάσισε μετά τη δολοφονία του από αντάρτες του ΕΛΑΣ, να συγκροτήσει μαζί με τον Μοίραρχο Ζαββό μια «ομάδα από εθνικόφρονα παιδιά προς ενίσχυσιν της χωροφυλακής.»[23] Ελέγχοντας την ευρύτερη περιοχή της Ν. Ιωνίας, αυτή η ομάδα της Ειδικής, συνεργάστηκε στενά με την οργάνωση «Χ». Σύμφωνα με την κατάθεση του Συνταγματάρχη Νικολάου Μ.: «Την εποχήν εκείνην εγώ ήμην διοικητής της οργανώσεως Χ και ο [Ιωάννης] Σ. έδωσε ταυτότητας με γερμανικάς υπογραφάς σε μερικούς μαχητάς μου οι οποίοι έφυγον από την οργάνωσιν. Η Ειδική Ασφάλεια κατά το 1943 ότε επήλθεν η πτώσις της Ιταλίας μας διευκόλυνε πολύ να οπλισθούμε.»[24]
Σε απάντηση λοιπόν του εξοπλισμού του ΕΛΑΣ με ιταλικό στρατιωτικό υλικό μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, η Ειδική Ασφάλεια εξόπλισε μέλη αντικομμουνιστικών οργανώσεων, συγκροτώντας ομάδες κρούσης. Η ομάδα Ιωάννη Σ. στη Ν. Ιωνία, του ανθυπομοίραρχου της Ειδικής Αντωνίου Παναγιωτόπουλου σε Σεπόλια - Κολωνό, της οικογένειας Πανολιάσκου στο Μεταξουργείο, της οικογένειας Παπαγεωργίου στο Παγκράτι, Αγήνορα στους Αμπελόκηπους, του ενωμοτάρχη της Ειδικής Ευάγγελου Χανιώτη στα Πατήσια, υπήρξαν μερικές από τις εστίες αναχαίτισης της συνεχώς διευρυνόμενης επιρροής του ΕΑΜ στην πόλη.
Παράλληλα, το νέο δυναμικό της Ειδικής Ασφάλειας, με βάση το επιταγμένο ξενοδοχείο «Κρυστάλ» της οδού Ελπίδος, ξεπέρασε σε αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα, κάποιους από τους μόνιμους αξιωματικούς και οπλίτες, οι οποίοι δίσταζαν να συμμετάσχουν σε παράτυπες ενέργειες που εξυπηρετούσαν άμεσα τον κατακτητή. Η κατάθεση του Ταγματάρχη Χωροφυλακής Γεωργίου Γ., αποκαλύπτει μερικά από τα κίνητρα που ώθησαν πολλούς να καταταγούν στην Ειδική Ασφάλεια.
Μετά την ένταξη, αρκετοί πέτυχαν την απόσπασή τους σε διάφορες υπηρεσίες της Γκεστάπο και των SS, καθώς «όσοι ειργάζοντο εις τους Γερμανούς είχον συμφέρον, έπερνον και αυτοί από τα πλιάτσικα των Γερμανών». Ήταν δε τόσο επωφελής η υπηρεσία στους Γερμανούς που «όταν διετάχθη η ανάκλισις των απεσπασμένων παρά τας γερμανικάς υπηρεσίας πολλοί δεν ηθέλησαν να επανέλθουν εις την Ασφάλειαν.»[25]
Όπως προκύπτει από την παραπάνω κατάθεση, αλλά και από πολλές άλλες, η Ειδική Ασφάλεια λειτούργησε και ως συντονιστής διαφόρων αντικομμουνιστικών οργανώσεων, δημιουργώντας σχέσεις μεταξύ των μελών τους σε ένα δίκτυο που περιλάμβανε άτομα με παράλληλες ταυτότητες και ταυτόχρονες δράσεις. Σε αυτό το πολύμορφο αντικομμουνιστικό και αντιεαμικό πλέγμα οργανώσεων, υπηρεσιών και ομάδων, συμμετείχαν όργανα της Ειδικής Ασφάλειας, του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων, μέλη γερμανικών υπηρεσιών κατασκοπίας όπως η «Μπουντ» και η «3.000»,[26] γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας όπως η GFP της Βέρμαχτ και SD των SS [27] και αντικομμουνιστικών οργανώσεων.
Χαρακτηριστική περίπτωση της λειτουργίας των παραπάνω οργανώσεων και κρατικών υπηρεσιών ως συγκοινωνούντων δοχείων, ήταν αυτή του υπαστυνόμου Νικολάου Μ. Ο Νικόλαος Μ. ενώ υπηρετούσε στο Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων, ήταν παράλληλα μέλος και ένας από τους οργανωτές του τμήματος Θησείου της οργάνωσης «Χ», το οποίο εξοπλίστηκε με τη μεσολάβηση του ανθυπομοίραρχου της Ειδικής Ασφάλειας Παπαγρηγοράκη, ο οποίος υπήρξε παράλληλα και ενεργό μέλος της γερμανικής οργάνωσης αντικατασκοπίας «3.000»:

«Yπηρετούσα εις το μηχανοκίνητο Τμήμα. […] Εγώ είχα οργανώσει την Χ του Θησείου, ο δε Παπαγρηγοράκης παρέδωσε όπλα εις τον Υπολοχαγόν Μιχαήλ Α. και Μιχαλόπουλον καθώς και αυτόματα, τα οποία είδα που συνώδευεν με αυτοκίνητο με την ομάδαν του μέχρις της αποθήκης [της οργάνωσης «Χ»] επί της οδού Ηρακλειδών 16.»
[28]
    
Οι ποικίλες μορφές της βίας
 
Με έδρα το κτίριο επί των οδών Δεριγνί και Γ΄ Σεπτεμβρίου, κρατητήριο και χώρο ανακρίσεων το επιταγμένο ξενοδοχείο «Κρυστάλ» επί της οδού Ελπίδος 5 και φυλακές το κτίριο του Ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα στην οδό Πειραιώς, η Ειδική θα αποτελέσει τον κύριο οργανωτή της κρατικής αντιεαμικής δράσης στην Αθήνα. Στις πληροφορίες και τους σχεδιασμούς που αυτή πραγματοποιούσε, στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι επιχειρήσεις των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Η Ειδική Ασφάλεια, αξιοποιώντας τις εκ των έσω πληροφορίες σχετικά με τη δράση μελών του ΕΑΜ στους μαζικούς χώρους, κατάφερε το Νοέμβριο του 1943 το πρώτο ισχυρό πλήγμα εναντίον τους. Τα Τάγματα Ασφαλείας από κοινού με άνδρες της Χωροφυλακής, πραγματοποίησαν τη μεγαλύτερη έως τότε επιχείρηση κατά των εαμικών οργανώσεων. Βάσει πληροφοριών που είχε συγκεντρώσει η Ειδική Ασφάλεια, καταγράφοντας σε ονομαστικές καταστάσεις περισσότερα από 200 μέλη του ΕΑΜ στα στρατιωτικά νοσοκομεία της Αθήνας, συνελήφθησαν περίπου 1.500 ανάπηροι πολέμου, οι οποίοι στοιβάχτηκαν στα δωμάτια - κελιά των φυλακών Χατζηκώνστα. Η επισήμανση που συνόδευε τις καταστάσεις αυτές είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε: 

«Η ταχεία σύλληψις των θα προσφέρη τεραστίας υπηρεσίας ουχί μόνον εις την τάξιν του Νοσοκομείου και εις την κοινωνίαν των Αθηνών, αλλά εις ολόκληρον την Ελληνικήν κοινωνίαν. Το σύνθημα υμών ως Κρατικών οργάνων και ως Ελλήνων είναι εν και μόνον (θάνατος και μόνον θάνατος εις τους διαφθορείς των Εθνικών και Ιστορικών μας ιδεωδών).»
[29]

Το γεγονός ότι τα λόγια αυτά δεν διατυπώνονταν από μέλη κάποιας αντικομμουνιστικής οργάνωσης, αλλά από κρατικά όργανα, πιστοποιεί τη διολίσθηση των Σωμάτων Ασφαλείας σε ένα κύκλο αίματος. Σύντομα, ο αγώνας των προασπιστών «των Εθνικών και Ιστορικών ιδεωδών», ανταμείφθηκε και με σημαντικά υλικά οφέλη. Οι μαρτυρίες στις μεταπολεμικές δίκες οργάνων της Ειδικής Ασφάλειας, βρίθουν από περιπτώσεις χρηματισμού τους για την απελευθέρωση κρατουμένων από τις φυλακές Χατζηκώνστα. Σύμφωνα με την κατάθεση του Γεωργίου Γ., ταγματάρχη Χωροφυλακής και υπασπιστή του Διευθυντή της Ειδικής Ασφάλειας: «Εγίνοντο πολλά παζαρέματα και εκβιάσεις υπό οργάνων της Ειδικής Ασφαλείας και δι’ αυτό απηγορεύθησαν αι συλλήψεις, ειμή μόνον κατόπιν διαταγών. […] Εγένετο εμπόριον συλλήψεων και αποφυλακίσεων.»[30]
Εκτός από τις χρυσές λίρες που άλλαζαν χέρια μέσα στα γραφεία και τα κρατητήρια της Ειδικής, υλικές απολαβές προέκυπταν και από την επιβράβευση των Γερμανών «προϊσταμένων». Έτσι, τα Χριστούγεννα του 1943 και μετά από τις πρόσφατες επιτυχίες της Ειδικής, ο επικεφαλής της υποστράτηγος Λάμπου γνωστοποίησε στο δυναμικό της ότι ο Ανώτατος Αρχηγός των Σωμάτων Ασφαλείας Στρατηγός των SS Σίμανα, «ο πολλαπλός μέχρι σήμερον επιδείξας το ενδιαφέρον του προς τους άνδρας της υπηρεσίας μου, επιθυμών και εμπράκτως να διατρανώση την προς αυτούς εκτίμησίν του δια την κατά του κομμουνισμού δράσιν των […] παρεχώρησε […] ως δώρον δια τας εορτάς των χριστουγέννων 10 σάκκους νήματος. Το νήμα τούτο θα εκποιήσω και το εξ αυτού εισπραχθησόμενον ποσόν θα διανείμω εις τους οπλίτας αναλόγως των επιτυχιών, ας μέχρι σήμερον έκαστος έσχεν.»[31]
Μετά τα σημαντικά χτυπήματα που κατάφερε η Ειδική Ασφάλεια και τα Τάγματα Ασφαλείας στις μαζικές οργανώσεις του ΕΑΜ στα νοσοκομεία των αναπήρων και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, σειρά είχαν οι συνοικίες. Τον Μάρτιο του 1944, άνδρες της Ειδικής οργάνωσαν και πρωτοστάτησαν, σε μια νέα μορφή ένοπλης τρομοκρατίας, η οποία έθεσε στο στόχαστρο όχι μόνο μέλη του ΕΑΜ, αλλά τους κατοίκους ολόκληρων συνοικιών.
Διαβάστε αύριο στο tvxs.gr: Το μπλόκο της Καλογρέζας
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


[1] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος Α, 21.2.1929
[2] Ο νόμος 4229 «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», εισήχθη στη Βουλή προς ψήφιση από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου και τέθηκε σε ισχύ στις 25 Ιουλίου 1929.
[3] Για τη δράση του στην κατοχική Αθήνα βλέπε, Αλέξανδρος Αυδής, Οι Μπουραντάδες, Αθήνα, Νέα Θέσις, 2006.
[4] Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν προκύψει από την έρευνά μου, τα θύματα της εμφύλιας σύγκρουσης από τις εκατέρωθεν δολοφονίες, εκτελέσεις, συμπλοκές, μάχες και από τις καταδόσεις στους κατακτητές, προσεγγίζουν τα 2.000 άτομα. Για μια αναλυτική παρουσίαση του «εσωτερικού» μετώπου, Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2012, σ. 215-320.
[5] Herman Frank Meyer, Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα, Αθήνα, Εστία 2003, σελ. 471.             
[6] Κωνσταντίνος Αντωνίου, Ιστορία Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής 1933-1965, Αθήνα 1965, σελ. 1877.
[7] Για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας και το ρόλο που διαδραμάτισαν προσωπικότητες του προπολεμικού πολιτικού και στρατιωτικού κόσμου, Χαραλαμπίδης, Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης, σ. 216-221.
[8] Αντωνίου, Ιστορία Ελληνικής, σ. 1876.
[9] Νόμος 298/1-6-1943 (ΦΕΚ 193/2-6-1943).
[10] Αντωνίου, Ιστορία Ελληνικής, σ. 1881.
[11] Στο ίδιο, σ. 1882. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο γιος του Λάμπου όσο και αυτός του Παπαγρηγοράκη υπηρέτησαν την ίδια περίοδο ως αξιωματικοί στην Ειδική Ασφάλεια.
[12] Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους, Κατάστασις ονομαστική των φονευθέτων και τραυματισθέντων κατά την απεργίαν της 22 Ιουλίου 1943, Αρχείο Ηρακλή Πετμεζά στα ΓΑΚ.  
[13] ΦΕΚ 276/21-10-1943/Γ΄ και ΦΕΚ 283/24-10-1943/Γ΄, παρατίθεται στο Ιάσων Χανδρινός,«Το τιμωρό χέρι του λαού». Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη Αθήνα (1942-1944), Αθήνα 2009, αδημοσίευτη διπλωματική εργασία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σ. 35.
[14] Ιωνιώτες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, ΠΕΑΕΑ Νέας Ιωνίας 1998, σελ. 29.
[15] Χαρακτηριστικό είναι άρθρο με τίτλο «Νέα εγκλήματα των κομμουνιστών» την επομένη της δολοφονίας Αλεξόπουλου, εφημερίδα Πρωία, 28 Σεπτεμβρίου 1943.
[16] Αρίθμ. 20/1/1/29-9-1943 διαταγή του Υπουργείου Εσωτερικών, Αρχείο ΕΔΑ, φ.. 244, ΑΣΚΙ.
[17] Αρίθμ. 5235 Φ.26/95/20-10-1943 έγγραφο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πόλεως Αθηνών,  παρατίθεται στο Απόστολος Δασκαλάκης, Ιστορία της ελληνικής χωροφυλακής: χρονικής  περιόδου 1936-1950, Αθήνα, Αρχηγείο Χωροφυλακής, 1973, τ.2, σελ. 186.
[18] Η απεργία κηρύχθηκε στις 23 Ιουνίου 1943, είχε διάρκεια οκτώ ημερών και η μαζική συμμετοχή σε αυτή «καθόρισε οριστικά τη θέση της Αστυνομίας Πόλεων στο πλευρό του Ελληνικού Λαού στον επικό αγώνα της Εθνικής Αντίστασης», Χρ. Παπαναστασίου, «Η απεργία των κατωτέρων αστυνομικών υπαλλήλων κατά την περίοδο της Κατοχής (23-30 του Ιούνη 1943)», Εθνική Αντίσταση, Συλλογή 8η, 1965, σ. 822. Σύμφωνα με τον Παπαναστασίου, στο ΕΑΜ οργανώθηκε η μισή δύναμη της Αστυνομίας Πόλεων, οι 1.700 από τους 3.500 άνδρες της.
[19] Αρίθμ. 59/15/1/16-11-1943 έγγραφο της Δ/νσεως Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους, παρατίθεται στο Δασκαλάκης, Ιστορία της, σ. 186.
[20] Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 926, 930, 931, 933, 950-953, 980, 999, 1045, 1131, 1132/1945, ΓΑΚ.
[21] Στο ίδιο.
[22] Σύμφωνα με την κατάθεσή του σε μεταπολεμική δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, ο  Λοχαγός Πεζικού Τίτος Μ., έφυγε το 1943 από το αντάρτικο του Ζέρβα, ήρθε στην Αθήνα και εντάχθηκε στην Ειδική Ασφάλεια με το ψευδώνυμο Θανόπουλος όπου τοποθετήθηκε επικεφαλής λόχων. Το Δεκέμβριο του 1943 κατέφυγε στην Αθήνα από το Μεσολόγγι και ανέλαβε το 4ο γραφείο δίωξης κομμουνιστών της Ειδικής Ασφάλειας, ο Ταγματάρχης της Χωροφυλακής Δημήτριος Μ., «διότι εκινδύνευε από τους κομουνιστάς να συλληφθή», Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 926, 930, 931, 933, 950-953, 980, 999, 1045, 1131, 1132/1945, ΓΑΚ.
[23] Απολογία Ιωάννη Σ., Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 5-9,11-16/18 Νοεμβρίου 1946 και 5 Μαρτίου 1947.
[24] Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 5-9,11-16/18 Νοεμβρίου 1946 και 5 Μαρτίου 1947.
[25] Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 926, 930, 931, 933, 950-953, 980, 999, 1045, 1131, 1132/1945, ΓΑΚ.
[26] Οι οργανώσεις αντικατασκοπίας «ΜΠΟΥΝΤ» και «3.000» είχαν συσταθεί από τις αρχές κατοχής και στελεχωθεί κυρίως από Έλληνες, με στόχο τη συγκέντρωση πληροφοριών για τη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων και δικτύων, που φυγάδευαν πολίτες στο εξωτερικό (κυρίως τη Μ. Ανατολή) και παρείχαν πληροφορίες στις συμμαχικές δυνάμεις. Κεντρικό ρόλο στην οργάνωση «3.000» διαδραμάτισε ο γιος του Διευθυντή Ασφαλείας του Υπουργείου Εσωτερικών Υποστράτηγου Χωροφυλακής Στυλιανού Παπαγρηγοράκη, ο οποίος υπηρετούσε ως Ανθυπομοίραρχος στην Ειδική Ασφάλεια, εφημερίδες Ελευθερία, 5 Νοεμβρίου 1946 και Ριζοσπάστης, 12 Αυγούστου 1947.
[27] Για τη δράση της GFP της Βέρμαχτ και SD των SS, καθώς και των Ελλήνων πρακτόρων τους, βλέπε «Μια κατάθεσις», Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως, τ. 25-26, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1960, σ. 81-101.
[28] Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 1, 3-8, 21-22, 24, 26-28, 38-39,46 και 113/1947, ΓΑΚ.
[29] «Κατάστασις απολύτως αποδεδειγμένων κομμουνιστών εδρευόντων εν τω Β’ Στρατ.   Νοσοκομείω (Μονή Πετράκη)» και «Κατάστασις εμφαίνουσα κομμουνιστικά στελέχη του Γ’ Στρατ. Νοσοκομείου (Αμπελόκηποι)», Μικρές Συλλογές ΓΑΚ, Κ 163.
[30] Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 926, 930, 931, 933, 950-953, 980, 999, 1045, 1131, 1132/Οκτώβριος – Νοέμβριος 1945, ΓΑΚ.
[31] Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους, Ημερήσια Διαταγή της 27ης Δεκεμβρίου 1943, φακ. 51, Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ

Εισβολές σε σπίτια από την Γκεστάπο


Το ’41 ο εκφωνητής Κωνσταντίνος  Σταυρόπουλος είχε αναφωνήσει :

Προσοχή! 

Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέματα! (όπως σήμερα τα μεγάλα κανάλια) 
Έλληνες! Μην τον ακούτε! 

Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχισθεί μέχρι της τελικής νίκης! 
Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!


Συνέλαβαν τον σκηνοθέτη Δημήτρη Κολλάτο


2013-03-27 16:18:43
Φωτογραφία για Δείτε τη σημαία που κρέμασε ο Δημήτρης Κολλάτος - Τι λέει για το περιστατικό μέσα από το κρατητήριο
Ο γνωστός σκηνοθέτης, Δημήτρης Κολλάτος, συνελήφθη από την Γκεστάπο σήμερα το μεσημέρι για προσβολή εθνικού συμβόλου. 

Η σύλληψη έγινε στις 14.40, ύστερα από καταγγελία ότι ο Κολλάτος είχε κρεμάσει στο μπαλκόνι του σπιτιού του στην οδό Λουκιανού 8Α στο Κολωνάκι, μια ελληνική σημαία που απεικόνιζε μια γερμανική μπότα που την πατάει και αφήνει ένα αποτύπωμα από αίμα, ενώ φαινόταν και ο αγκυλωτός σταυρός. 

Εκτέλεσαν την Λέλα Καραγιάννη


8 Σεπτεμβρίου 1944 

Τον Ιούλιο το 1944, η Λέλα Καραγιάννη συνελήφθη από την Γκεστάπο μαζί με τα πέντε από τα παιδιά της, βασανίστηκε στα μπουντρούμια των Ες-Ες στην οδό Μέρλιν, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι και τελικά, άκαμπτη στις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, μαζί με άλλους 27 αγωνιστές της Αντίστασης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο 'Αλσος Χαϊδαρίου


Επιδρομή της Γκεστάπο σε σπίτια στην Ιερισσό.
Τετάρτη, 10 Απριλίου 2013,


Συνελήφθησαν ύποπτοι για τα επεισόδια στις Σκουριές


Ειδικές δυνάμεις της Γκεστάπο, λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα, έσπασαν αιφνιδιαστικά και συγχρονισμένα τις πόρτες από τις οικίες 2 υπόπτων για τα επεισόδια στις Σκουριές Χαλκιδικής και πραγματοποίησαν δύο συλλήψεις.

Η έφοδος της Γκεστάπο προκάλεσε την οργή των κατοίκων της περιοχής, που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού και κατευθύνθηκαν στο τμήμα της Ιερισσού, όπου σύμφωνα με τελευταίες πληροφορίες μπήκαν μέσα και έσπασαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους.

Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στην ασφάλεια Θεσσαλονίκης και αργότερα θα οδηγηθούν στον  ταγματασφαλίτη  Αντώνιο Δάγκουλα ενώ σύμφωνα με πληροφορίες είχαν εκδοθεί εντάλματα εις βάρος τους.

Συνέλαβαν ξανά τον σκηνοθέτη Δημήτρη Κολλάτο

2013-04-21 22:04:24

Τι λέει ο Κολλάτος μέσα από το κρατητήριο
Δύο πανό με την καγκελάριο Μέρκελ αλλά και τον… Αδόλφο Χίτλερ ανάρτησε έξω από το σπίτι του στο Κολωνάκι, πλησίον της γερμανικής πρεσβείας, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κολλάτος. Στο σημείο έσπευσε Γκεστάπο, η οποία τον συνέλαβε. 

Στο ένα πανό αναγραφόταν:
«27 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, Αντισταθήκαμε» και στο άλλο:
«Απρίλιος 2013, οι Γερμανοί είναι στην Αθήνα, Κοιμόμαστε».

Ο σκηνοθέτης δεν άνοιγε την πόρτα της κατοικίας του, η οποία τελικώς παραβιάστηκε και ο ίδιος μεταφέρθηκε στο Στο κτίριο της οδού Μέρλιν. 


 

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Διπλή έξοδος από ευρώ και ΕΕ: αναγκαία και πολιτικά δυνατή


Δευτέρα, 15 Απριλίου 2013

Θοδωρής Βουρεκάς


Σύντομη Περιγραφή: 


Η απλή έξοδος μόνο από την ΟΝΕ και όχι συνολικά από την ΕΕ είναι ανεπαρκής, ατελέσφορη, αλλά και αποπροσανατολιστική με την έννοια της συντήρησης αυταπατών για τον χαρακτήρα της ΕΕ. Μια μικρή ανοιχτή καπιταλιστική οικονομία σαν την Ελλάδα, η ανάκτηση της συναλλαγματικής και της νομισματικής πολιτικής μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ΕΕ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα.  

Ανάλυση:
Η ΕΕ συγκλονίζεται από τη δίνη σημαντικών εξελίξεων και γεγονότων με τελευταία όσα απρόβλεπτα και οριακά συμβαίνουν στην Κύπρο. Είναι προφανώς εξελίξεις που προδικάζουν ανατροπές και μετασχηματισμούς στο σημερινό ευρωπαϊκό στάτους, αντανακλώντας τους βίαιους και βαθείς μετασχηματισμούς που συντελούνται στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Οι αντιθέσεις στην ΕΕ φαίνεται να οξύνονται σε όλα τα επίπεδα. Αποκαλύπτεται πλήρως, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες εξελίξεις, η πυραμιδοειδής εσωτερική δομή της ΕΕ, όπου ο............ ηγεμονικός πυρήνας χωρών και κεφαλαίων δε διστάζει να εφαρμόσει πρακτικές εσωτερικής ιμπεριαλιστικής επιβολής και εκμετάλλευσης στις χώρες της περιφέρειας. Η ρητορική περί ισότιμων κοινοτικών εταίρων έχει προ πολλού ακυρωθεί. Ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις χώρες ανώτερης βαθμίδας αρχίζει κι αυτός να εκτραχύνεται, όπως συμβαίνει τελευταία π.χ. με τις σχέσεις ΕΕ-Βρετανίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τους εξωτερικούς ανταγωνισμούς με τα υπόλοιπα ιμπεριαλιστικά-καπιταλιστικά κέντρα, όπως είναι προφανώς οι ΗΠΑ, αλλά και ελάσσονες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα.
 
Όλες αυτές οι πολυεπίπεδες αντιθέσεις διασταυρώνονται και επιδεινώνονται από ένα πρωτοφανές κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας και απαξίωσης, όχι μόνο στις χώρες που δοκιμάζονται εντονότερα από τις βάναυσες πολιτικές κοινωνικής εξόντωσης, αλλά και στις επικυρίαρχες χώρες εντός της ΕΕ. Δραματικές είναι οι κραυγές και οι οιμωγές του φιλο-ΕΕ και φιλομνημονιακού τύπου στη χώρα μας. «Σώζουν το ευρώ, αλλά χάνουν τους ευρωπαίους» είναι ένας τέτοιος τίτλος που αναφέρεται στις δημοσκοπήσεις του ευρωβαρόμετρου μετά το σοκ των ιταλικών εκλογών, όπου το πρώτο κόμμα του Μπέπε Γκρίλο δηλώνει πως «η Ιταλία είναι ήδη εκτός ευρώ». Σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο στην Ελλάδα μέσα σε πέντε χρόνια, σε μια χώρα με παράδοση υψηλής αποδοχής του ευρωπαϊσμού τα πράγματα αντιστρέφονται. Έτσι το 2007 το 63% δήλωνε ότι εμπιστεύεται πλήρως την ΕΕ και την ευρωπαϊκή πορέια της χώρας. Αντίθετα σήμερα το 81% δηλώνει πως δεν εμπιστεύεται καθόλου πλέον την ΕΕ. Αν εξαιρέσουμε  μάλιστα τη Μάλτα και την Εσθονία, η πλειοψηφία των λαών ακόμα και στις χώρες του Βορρά δε συμμερίζεται πλέον τις πολιτικές της ΕΕ.
 
Η ριζική μεταστροφή της λαϊκής κοινής γνώμης για την ΕΕ συνολικά, τη σαθρή ιδεολογική κατασκευή για το «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι» και τις απροκάλυπτα κοινωνικά βάρβαρες πολιτικές της, δεν είναι μόνο ελληνικό και κυπριακό φαινόμενο. Από κοντά ακολουθούν φυσικά οι βίαια πληττόμενες χώρες, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία κι η Ιρλανδία, αλλά και χώρες με φιλοευρωπαϊκή μέχρι πρότινος κοινή γνώμη, όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, η Αυστρία, αλλά κι η ίδια η Γερμανία.
 
Οι εξελίξεις φαίνεται πως θα είναι ραγδαίες κι η απογειωμένη πολιτική αλαζονεία των επικυρίαρχων ευρωπαϊκών ελίτ μπορεί σύντομα, όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία, να πληρωθεί με το κατάλληλο «λαϊκό νόμισμα».
 
 
ΕΕ: Παράδεισος για τους ισχυρούς και «λάκκος λεόντων» για τους λαούς.
 
Ζούμε σε εποχές δύσκολες, ασυνήθιστες γι’ αυτό και αποκαλυπτικές. Το γνωστό ερώτημα αν υπάρχει ζωή έξω από το ευρώ και την ΕΕ φαίνεται να αντιστρέφεται από την ίδια την πραγματικότητα. Φαίνεται πως αντιστρέφεται  από τη λεηλασία της ζωής και των δικαιωμάτων των απλών ανθρώπων εντός του ευρώ και της ΕΕ, που η ίδια η ΕΕ ενορχηστρώνει! Η ΕΕ όχι μόνο δεν είναι το σπίτι των λαών για τον κόσμο της εργασίας και τους λαϊκούς ανθρώπους στη μεγάλη τους πλειοψηφία, αλλά αντίθετα φαντάζει καθαρά πλέον σαν σφαγείο των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων, που ταυτόχρονα κλονίζεται από τα κύματα της μεγάλης ύφεσης και φαίνεται να μην έχει μέλλον.
 
Η διατύπωση πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι παράδεισος για τους ισχυρούς και «λάκκος των λεόντων» για τους λαούς δεν είναι ένα μετέωρο και πολύ παλιό αριστερό στερεότυπο. Αντίθετα, σήμερα πατάει γερά στην εμπειρία των εργαζομένων, των ανέργων και των φτωχών.
 
Η ΕΕ φτιάχτηκε στη βάση της αρχής του «ελεύθερου ανταγωνισμού» και θεμέλιο της έχει  τη συνθήκη του Μάαστριχτ με τις περιβόητες «τέσσερις ελευθερίες» (κίνησης κεφαλαίων, εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών) με όλες τις οδυνηρές συνέπειες για τους εργαζόμενους και τους λαούς. Η ελευθερία κίνησης εμπορευμάτων εξ ορισμού ευνοεί τις δυνατές οικονομίες και γονατίζει την αγροτική και βιομηχανική παραγωγή σε χώρες με χαμηλότερη παραγωγικότητα, όπως η Ελλάδα.
 
Είναι πλέον φανερό πως η ΕΕ δημιουργήθηκε, εξελίχθηκε και κινήθηκε πάντοτε σαν ένωση του κεφαλαίου και των συμφερόντων του. Στόχος της ήταν να ανταγωνιστεί τα άλλα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα, να αποδυναμώσει το εργατικό κίνημα και να θρυμματίσει τα εργατικά δικαιώματα σε κάθε χώρα της Ευρώπης. Επίσης, εξαιτίας της δραματικής εσωτερικής της ανισοτιμίας, ισχυροποιήθηκαν οι χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου απέναντι στις περιφερειακές και αυτό κορυφώθηκε με το ευρώ.
 
Με τη δημιουργία της ευρωζώνης και την κυκλοφορία του ευρώ ως κοινού νομίσματος η πορεία της ΕΕ πήρε μια ακόμη πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Ήταν μια έφοδος προς τη λεηλασία των λαών αλλά και τη γιγάντωση των κερδών των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων της ΕΕ, που μπορούσαν πλέον εύκολα να αντλούν φτηνό χρήμα από τις διεθνείς χρηματαγορές.
 
Δεν πρέπει να ξεχνάμε  πως το ευρώ δεν είναι απλώς ένα κοινό νόμισμα. Είναι ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, που γι’ αυτό τον λόγο διαμεσολάβησε με ταχύτητα και ένταση την κρίση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
 
Όμως, μέσα στην Ευρωζώνη και την ΕΕ τα χειρότερα για τον λαό δεν τα έχουμε ακόμη δει ακόμη. Δεν υπάρχουν πλέον πολλοί αφελείς που να μην κατανοούν ότι ο ζυγός των μνημονίων θα είναι μόνιμος, αν δεν ανατραπεί αυτή η πολιτική που επιβάλει η  ΕΕ. Οι δομές της ΕΕ γίνονται όλο και πιο βαθιά αντιδραστικές.
 
Που θα οδηγήσουν τελικά όλα αυτά; Μα σε «μια νέα αρχιτεκτονική της ΕΕ», που θα περιλαμβάνει:
 
  • Καθίζηση-βουλγαροποίηση μισθών, σε επίπεδα 300-600 ευρώ.
 
  • Μετατροπή των  εργαζομένων σε  δούλους του κεφαλαίου, με τη πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των εργοδοτών. Η κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων είναι μόνο η αρχή. Στόχος είναι «καμία σύμβαση». Ατομικές συμβάσεις. Όλοι  μόνοι και ανυπεράσπιστοι. Να μιλήσουμε για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη;
 
  • Απογείωση της ανεργίας, ειδικά στη νεολαία, που οδηγεί στην απαξίωση των εργαζομένων, στη μείωση της διαπραγματευτικής τους θέσης και στην κατάρα μιας νέας  μαζικής μετανάστευσης.
 
  • Διάλυση των δημόσιων κοινωνικών οργανισμών. Τα δημόσια νοσοκομεία, η δημόσια παιδεία, όλος ο κοινωνικός δημόσιος  τομέας, αντί για αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό, οδηγείται σε πλήρη ιδιωτικοποίηση ή διάλυση.
 
  • Ξεπούλημα ή υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας. Ότι έχτισε ο λαός με τον ιδρώτα του, έστω κι αν μόνο ένα μικρό κλάσμα από αυτά απολάμβανε ή έλεγχε ο ίδιος, ξεπουλιέται μέσω ιδιωτικοποίησης ή υποθήκευσης στους δανειστές. Στο απόγειο αυτών των εξελίξεων φτάνουμε με την ψήφιση της νέας Δανειακής Σύμβασης, που συνοδεύει το Μνημόνιο 3. Δεν έχουμε μόνο μια εκ νέου επιβεβαίωση του ορισμού του Αγγλικού Δικαίου ως εφαρμοστέου δικαίου με αρμόδια τα δικαστήρια του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου. Συνομολογείται κάτι επαχθέστερο! Το ελληνικό δημόσιο και η Τράπεζα της Ελλάδος παραιτούνται οικειοθελώς από κάθε δικαίωμα ασυλίας σε σχέση με τα περιουσιακά τους στοιχεία. Πρόκειται για ασυλία που αποτελεί πρόβλεψη ακόμη και του ισχύοντος Διεθνούς Δικαίου. Και δε φτάνει αυτό. Συμφωνείται ρητά και επί λέξει πως «κανένα από τα περιουσιακά τους στοιχεία δεν εξαιρείται, λόγω εθνικής κυριαρχίας, από τη δικαιοδοσία κατάσχεσης, συντηρητικής ή αναγκαστικής για λογαριασμό των δανειστών».
 
Ο δανεισμός, που τελικά αποδείχτηκε και «πικρός» και ακριβός, έγινε κυρίως για να στηριχτούν από τη μια η κατανάλωση των προϊόντων που παρήγαγαν οι πολυεθνικές και από την άλλη η χρηματοπιστωτική φούσκα, που όταν έσκασε άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου της κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό έχει οικοδομηθεί ένας κυριολεκτικά ληστρικός μηχανισμός, μέσω των τόκων των δανείων. Είναι χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή ότι στην εικοσαετία 1992-2011 καταβλήθηκαν συνολικά 507 δις ευρώ για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ το 160% του σημερινού δυσθεώρητου χρέους των 307 δις ευρώ. Πρόκειται ολοφάνερα για μια κανονική χρεομηχανή!
 
Επομένως, η έξοδος από ΟΝΕ-ΕΕ μαζί με τη διαγραφή του χρέους αποτελούν τις βασικές αφετηρίες για τη λαϊκή σωτηρία. Η επιλογή της σύγκρουσης με την ΕΕ δεν είναι προφανώς δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα. Η παραμονή όμως σε αυτήν  έχει ακόμη μεγαλύτερο κόστος, «αίμα, πόνο και δάκρυα» για την κοινωνική πλειοψηφία.
 
Η έξοδος  από την ευρωζώνη και η αποδέσμευση από την ΕΕ σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση δε σημαίνει ένα άλλο νόμισμα με συνέχιση της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής. Αντίθετα, είναι απόφαση για  μια άλλη πορεία της χώρας, με τους εργαζόμενους στο τιμόνι και τις κοινωνικές ανάγκες στο κέντρο των οικονομικών και πολιτικών αποφάσεων, καθώς και για ένα άλλο πλαίσιο διεθνών σχέσεων με ισοτιμία και αμοιβαίο όφελος.
 
Θέση κλειδί και προϋπόθεση για αυτή την πορεία είναι η στάση πληρωμών, η άρνηση, μη αναγνώριση και η μονομερής διαγραφή του ληστρικού χρέους. Το επιχείρημα ότι  θα υπάρξει αύξηση του δημόσιου χρέους, μιας και αυτό θα είναι σε ευρώ, το οποίο θα υπερτιμηθεί έναντι του νέου νομίσματος, δεν ευσταθεί, ακριβώς επειδή  η επιλογή μας πρέπει να είναι  η άρνηση και όχι η πληρωμή του χρέους.
                                                                                                    
Επίσης ακούγεται, μεταξύ πολλών άλλων, ως αντεπιχείρημα ότι  οι προτεινόμενες λύσεις εκτός ευρώ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του πρωτογενούς ελλείμματος. Όμως αυτό έχει σχέση με την γενικότερη οικονομική πολιτική  και όχι μόνο ή κυρίως με το νόμισμα.  Το σημερινό πρωτογενές έλλειμμα προέρχεται από τις κρατικές ενισχύσεις στο κεφάλαιο που μετατρέπονται έτσι σε δημοσιονομικά ελλείμματα και επομένως σε δημόσιο χρέος. Προέρχεται δηλαδή από τα δις των διαρκών χορηγήσεων στις τράπεζες, από τις επιδοτήσεις που παίρνουν οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές, οι κατασκευαστικοί όμιλοι κ.ο.κ. Οφείλεται στη διαρκή αιμορραγία  από τα δημόσια έσοδα λόγω της συνεχούς μείωσης των φορολογικών συντελεστών των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και από τα περιβόητα φαραωνικά έργα της Ολυμπιάδας, που εξακόντισαν τα κέρδη του εμπλεκόμενου μεγάλου κεφαλαίου. Στο σημείο αυτό ας αναρωτηθούμε: πόσα δις ευρώ έχουν χαριστεί με τα κάθε είδους «αφορολόγητα αποθεματικά» και τους «αναπτυξιακούς νόμους» που απαλλάσσουν το κεφάλαιο από τη φορολογία; Πόσα δις είναι οι υπερτιμολογήσεις των κάθε είδους δημόσιων προμηθειών που καλείται να πληρώσει ο  λαός; Τέλος, πόσα δις έχουν δοθεί για εξοπλισμούς  για τη συμμετοχή των ελληνικών στρατευμάτων  στις δολοφονικές ιμπεριαλιστικές εκστρατείες του ΝΑΤΟ κατά των λαών όλου του κόσμου (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Αφγανιστάν, Σομαλία και πρόσφατα στο Μάλι);
 
Αν δούμε την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ – παρά τη σχετική αυτοτέλεια που έχει ως πολιτικός στόχος – και ως δρόμο για τη ριζική κοινωνική αλλαγή, τότε τα πράγματα μπορούν να αποκτήσουν ιδιαίτερη δυναμική. Η αντικαπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας με την αξιοποίηση των  ενεργειακών και άλλων πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και όχι του μέγιστου καπιταλιστικού κέρδους, θα διευκολύνει  τη βιομηχανική και παραγωγική αναγέννηση της οικονομίας. Θα στηρίξει τους υπάρχοντες κλάδους, θα προχωρήσει στην αναγέννηση παλαιών και θα δημιουργήσει νέους κλάδους παραγωγής. Θα αντιστρέψει τη σχέση εισαγωγών-εξαγωγών. Θα μειώσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου συμβάλλοντας και με αυτόν τον τρόπο  στη μείωση του ελλείμματος  του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών και  θα δώσει τη δυνατότητα δημιουργίας συναλλαγματικών διαθεσίμων.
 
Μια ανατροπή αυτού του τύπου στην Ελλάδα, μπορεί να πυροδοτήσει ανατροπές στο νότο της Ευρώπης και να δημιουργήσει άλλες υλικές και πολιτικές προϋποθέσεις για μια διεθνοποίηση προς όφελος των λαών σε όλη την Ευρώπη αλλά ακόμη και στη Μεσόγειο. Ας συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι οι λαοί στην περιοχή έχουν δύναμη και κανείς δεν είναι σε απομόνωση. Το ψευτοδίλημμα «ΕΕ ή εθνική απομόνωση και αναδίπλωση» είναι μια προπαγανδιστική μυθολογία των ελίτ με στόχο να εμφανίσουν τη φυλακή του ευρώ και της ΕΕ ως μοναδική αναγκαστικά επιλογή. Συμπληρωματικά με τα παραπάνω λειτουργεί και η ανιστόρητη ταύτιση του «ευρωπαϊσμού» με τον διεθνισμό από τις δυνάμεις της διαχειριστικής αριστεράς. Αλλά και οι δυνάμεις του μαχητικού ρεφορμισμού προκρίνουν ουσιαστικά ως τακτική την παραμονή στην ΕΕ μέχρι το ακαθόριστο μέλλον της ανατροπής του καπιταλισμού, υπηρετώντας από αντιδιαμετρική σκοπιά τον ίδιο στόχο της υποταγής στο πλαίσιο της ΕΕ του κεφαλαίου.
 
 
Στο προσκήνιο ο οργανωμένος και μαχόμενος λαός
 
Στόχος μας δεν είναι «να σωθεί η χώρα» γενικά. Ούτε να καταστούν εξαγώγιμα τα προϊόντα δεσποτικών επιχειρήσεων με κινεζικούς μισθούς. Ο λαός  δικαιούται να ζήσει καλύτερα. Μια ζωή με δικαιώματα, με αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και με πραγματική δημοκρατία.
 
Μια τέτοια κατεύθυνση και πορεία έχει πραγματικό πεδίο εφαρμογής και δεν είναι σχέδιο επί χάρτου. Μπορεί να επιβληθεί από τον γενικευμένο αποφασιστικό και αλληλοτροφοδοτούμενο κοινωνικό και πολιτικό αγώνα. Αυτό όμως προϋποθέτει την παράλληλη οργάνωση του ίδιου του μαχόμενου κι εξεγερμένου λαού. Ταυτόχρονα απαιτεί την οικοδόμηση από σήμερα – μέσα στο καμίνι των αγώνων – ανεξάρτητων θεσμών και οργάνων επιβολής της λαϊκής θέλησης, έξω και πέρα από τις επίσημες κρατικές δομές σε τόπους δουλειάς, σε κλάδους και σε χώρους κατοικίας. Πρόκειται για τα φύτρα, τα σπέρματα μιας νέας εξουσίας με κύριο χαρακτηριστικό της τη λαϊκή συμμετοχή, που θα διευρύνεται και θα βαθαίνει διαρκώς. Ο οργανωμένος λαός χρειάζεται όμως σαν καρδιά και νεύρο του ένα άλλο εργατικό κίνημα για το οποίο υπάρχουν σήμερα οι υλικοί όροι ανάδυσης του. Ένα άλλο εργατικό κίνημα εξοπλισμένο με τους αναγκαίους στόχους και διεκδικήσεις, με την υιοθέτηση αποφασιστικών μορφών αγώνα και στηριγμένο σε τρόπους οργάνωσης ανοιχτούς στη συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων μέσα από συντονισμένα ανεξάρτητα κέντρα αγώνα. Οργανωμένος λαός σημαίνει τέλος την εμφάνιση στους δρόμους και τις πλατείες, ενός μαζικού λαϊκού πολιτικού κινήματος, που θα κάνει πράξη το στόχο του καθολικού λαϊκού ξεσηκωμού. Σημαίνει κοντολογίς τη διαμόρφωση μιας άλλης αριστεράς, ικανής να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των ιστορικών στιγμών που ζούμε. Μια τέτοια εξέλιξη είναι σε θέση, με την ανοιχτή απειλή της κοινωνικής ανατροπής, να αναγκάσει ακόμη και κυβερνήσεις που βρίσκονται στα όρια του συστήματος να κινηθούν σε λήψη φιλολαϊκών μέτρων και πολιτικών. Ωστόσο η υλοποίηση των αναγκαίων προοδευτικών μέτρων προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μόνο με την ανατροπή του σημερινού φονικού καπιταλισμού με έναν βαθύ ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, που θα εμπνέεται από την προοπτική της καθολικής κοινωνικής απελευθέρωσης, της κομμουνιστικής απελευθέρωσης της εποχής μας.
 
 
Ατελέσφορη η λογική της αποχώρησης μόνο από το ευρώ.
 
Ο ρόλος του ευρώ ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος και επομένως ως εργαλείου άσκησης ιμπεριαλιστικής πολιτικής σε διεθνές επίπεδο είναι εξαιρετικά κομβικό ζήτημα. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί όμως να μας οδηγήσει σε έναν ακρωτηριασμένο πολιτικό στόχο ο οποίος θα προβλέπει έξοδο μόνο από την ΟΝΕ, χωρίς ταυτόχρονη έξοδο από την ΕΕ ή θα αφήνει ως πιθανό ενδεχόμενο την αποδέσμευση από την ΕΕ σε κάποιον δεύτερο χρόνο. Η απλή έξοδος μόνο από την ΟΝΕ και όχι συνολικά από την ΕΕ είναι ανεπαρκής, ατελέσφορη, αλλά και αποπροσανατολιστική με την έννοια της συντήρησης αυταπατών για τον χαρακτήρα της ΕΕ. Είναι ατελέσφορη γιατί για μια μικρή ανοιχτή καπιταλιστική οικονομία σαν την Ελλάδα, η ανάκτηση της συναλλαγματικής και της νομισματικής πολιτικής μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ΕΕ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα. Θα ήταν π.χ. αδύνατο να θέσουμε περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων και να εθνικοποιήσουμε τις τράπεζες για την ανάκτηση του ελέγχου της οικονομίας. Θα ήταν επίσης ακατόρθωτο να ανατάξουμε την παραγωγή με βάση τις κοινωνικές ανάγκες. Κάθε σχετική προσπάθεια απαγορεύεται από την ΕΕ, γιατί καταστρατηγεί τις τέσσερις ελευθερίες και βλάπτει τον «ελεύθερο ανταγωνισμό». Το κυριότερο όμως είναι το πλαίσιο που έχει επιβάλει η ΕΕ μέσα στο οποίο υπαγορεύονται μια σειρά από αντιδραστικές πολιτικές σχετικά με το ασφαλιστικό, τις εργασιακές σχέσεις ή τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ απαγορεύονται δια ροπάλου οι κρατικές παραγωγικές πρωτοβουλίες οποιασδήποτε μορφής.
 
Επομένως η διπλή έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ γίνεται αναγκαία αφετηρία για κάθε φιλολαϊκή προοπτική. Αυτό υπογραμμίζεται ακόμη πιο έντονα και εξαιτίας των αλλεπάλληλων υπεραντιδραστικών εξελίξεων στο εσωτερικό της ΕΕ. Αξίζει να σημειώσουμε την τελευταία πιο σημαντική εξέλιξη από την άποψη αυτή, που είναι η επίσημη θέσπιση του Δημοσιονομικού Συμφώνου από 1/1/2013. Το καταναγκαστικό αυτό σύμφωνο προβλέπει ανώτατο όριο δημόσιου χρέους το 60% του ΑΕΠ. Αν εμφανιστεί παρέκκλιση, η διαφορά πρέπει να μειώνεται κάθε χρόνο κατά 5% μέχρι την απόσβεσή της. Δηλαδή, με απλά μαθηματικά, ας δούμε τι θα ισχύσει για τη χώρα μας. Το ΑΕΠ της Ελλάδας είναι περίπου 200 δις. Επομένως, το 60% του χρέους είναι 120 δις. Αν 300 δις είναι το πραγματικό χρέος, τότε για την απόσβεση των 180 δις της διαφοράς από το επιτρεπόμενο χρέος σημαίνει 180x0,05 = 9 περίπου δις τον χρόνο, τα οποία θα αντληθούν φυσικά με λήψη επιπρόσθετων μέτρων εξουθένωσης του λαού. Να ποια είναι η βάση και του ευρώ και των μνημονίων. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί!
 
Συμπερασματικά, η διπλή έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι ένα κεφαλαιώδες πολιτικό ζήτημα γιατί αφενός συμπυκνώνει το σύνολο των αντιθέσεων στη σημερινή συγκυρία και αφετέρου συγκροτεί το βασικό κριτήριο για τη διάκριση της αστικής από την εργατική στρατηγική για κάθε πολιτική δύναμη που εναντιώνεται στον σημερινό ολοκληρωτικό καπιταλισμό και πολύ περισσότερο όταν αναφέρεται στην υπόθεση της σύγχρονης κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
 
 
ΥΓ. Πολλά στοιχεία και ιδέες για το άρθρο αυτό αντλήθηκαν από τις εκδόσεις και το μπλογκ της «Πρωτοβουλίας κατά του ευρώ και της ΕΕ» (stopeuroee.wordpress.com), που ως ειδική μετωπική πολιτική κίνηση προσπαθεί να συμβάλει στοχευμένα στη συσπείρωση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων με σκοπό την αναβάθμιση της λαϊκής πάλης για την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ.
  
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ στις 31/3/13


Μια επιστολή που δεν δημοσιεύτηκε


Παρασκευή, 12 Απριλίου 2013

Αρθρογράφος: Πόπη Παγκράτη

Με λένε Πόπη Παγκράτη. Είμαι μια «αγράμματη» εκπαιδευτικός, ταμίας στην ΕΛΜΕ Κέρκυρας υποψήφια με την ΕΣΑΚ – ΔΕΕ. Δηλώνω φίλος του κόμματος. Όλη μου τη ζωή αγωνίζομαι για το κόμμα μου, για την τάξη μου. Η μόνη μου ιδιοκτησία ένα μικρό αυτοκίνητο. Είμαι μάνα δύο ανέργων παιδιών. Εκείνο που μέχρι τώρα έμαθα είναι ότι ο κομμουνιστής πρέπει να βγαίνει μπροστά να δείχνει με τα λόγια και κυρίως τη στάση και τη δράση του πως πρέπει να λειτουργεί η εργατική τάξη και ποιος ο ρόλος του λαϊκού διανοούμενου. Έτσι έκανα αίτηση να γίνω διευθύντρια σε ένα γυμνάσιο της Κέρκυρας. Αυτό που διάλεξα είναι ένα σχολείο δίπλα στις φυλακές και στο δικαστικό «μέγαρο» και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, κυριολεκτώ.
Παλεύω να κρατήσω μαζί με τους συναδέλφους μου ό,τι έχει απομείνει από τη «δημόσια»  την όχι δωρεάν εκπαίδευση. Αυτό είναι το πρώτο μου ατόπημα. Διότι προσφάτως ανακάλυψα ότι ανήκω ή μπορεί και να ανήκω στην «εργατική αριστοκρατία» και όσα μέχρι τώρα πίστευα είναι «οπορτουνισμός».
Το δεύτερο ατόπημά μου είναι ότι τόλμησα να στείλω επιστολή στο προσυνεδριακό διάλογο του ΚΚΕ και επειδή, ως «αγράμματη», δε γνωρίζω τι είναι υβριστικό, «εξύβρισα» το ΚΚΕ. Η επιστολή μου δε δημοσιεύτηκε.  Φαντάζομαι ότι, αφού αποκλείστηκαν από τον προσυνεδριακό διάλογο οι ....
υβριστικές επιστολές (έτσι τουλάχιστον γράφτηκε στον Ριζοσπάστη από τη σχετική επιτροπή), θα θεωρήθηκε «υβριστική».
Παρακαλώ λοιπόν να τη δημοσιοποιήσετε εσείς, ώστε να διασυρθώ δημόσια για το μεγάλο λάθος μου. Όπως γράφω και στην επιστολή μου, «ο επαναστάτης οφείλει να έχει το μεγαλείο ψυχής, να αναγνωρίζει τα λάθη του». Αυτή είναι η τιμωρία που επιβάλλω στον εαυτό μου. 
Αυτή είναι η επιστολή που δεν δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη:
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ 19ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Οι πρόσφατες εκλογές ήταν μία οδυνηρή ήττα για το κόμμα και αυτό όχι μόνο εξαιτίας του εκλογικού του ποσοστού, αλλά κυρίως. γιατί πρώτη φορά από την διάσπαση του 1968, το κόμμα έχασε τον ηγεμονικό του ρόλο στην αριστερά. Ό,τι δεν μπόρεσε να πετύχει ο δεξιός οπορτουνισμός δεκαετίες και κατά τη γνώμη μου σε ορισμένες περιπτώσεις σε πιο δύσκολες συνθήκες, το πέτυχε τώρα.
Αυτό συνέβη σε μία ιστορική στιγμή που για πρώτη φορά ίσως σε όλη την διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου οι απόψεις του Κόμματος, όσον αφορά την ΕΕ, τη συγκρότηση ΑΑΔΜ, τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού,  απόκτησαν εντυπωσιακή επικαιρότητα. Το Κόμμα είχε το «κλειδί» ερμηνείας όσων συνέβαιναν, αλλά και συσπείρωσης των εργαζομένων και την στιγμή που επιτέλους μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, το πέταξε και  εγκατέλειψε αυτές τις θέσεις. Τη στιγμή που επιθετικά το Κόμμα έπρεπε να ανοιχτεί προς τον κόσμο και μαζικά να τον κερδίσει κλείστηκε στον εαυτό του και στις μετωπικές του οργανώσεις ΠΑΜΕ, ΠΑΣΕΒΕ, ΠΑΣΥ, ΜΑΣ. 

Η Γραμματέας του Κόμματος έκανε απίστευτες δηλώσεις, όπως ότι «στην επανάσταση δεν θα σπάσει τζάμι» ή ότι «υπό τις παρούσες συνθήκες η έξοδος από την ΕΕ θα είναι καταστροφική». 

Τα ΜΜΕ μας εκθείαζαν για την υπευθυνότητα και την σοβαρότητα μας. Το Κόμμα επιδόθηκε σε κυνήγι  μαγισσών. Αναζητά την εργατική αριστοκρατία χωρίς να έχει κάνει μία στοιχειώδη έστω ανάλυση της ταξικής διαστρωμάτωσης της Ελληνικής κοινωνίας. Μεταθέτει όλα τα πολιτικά αιτήματα για μετά την επανάσταση. Υποτιμά τον ρόλο της ταξικής πάλης θεωρώντας ότι τίποτα δεν μπορεί να λυθεί στο παρόν σύστημα. Επιδίδεται σε απίστευτους βερμπαλισμούς όπως ότι, χωρίς προηγούμενο για κομμουνιστικό κόμμα από όσο ξέρω, περιγράφει με τεχνικές λεπτομέρειες τί θα γίνει στην επανάσταση (θέση 77), τη στιγμή που δεν απαντά τι θα κάνουν αύριο τα χειμαζόμενα από την  κρίση λαϊκά στρώματα.
Σε μία ιστορική συγκυρία που από τον Αρχιεπίσκοπο μέχρι αριστερίστικα γκρουπούσκουλα αναγνωρίζουν την εξάρτηση της χώρας, η ηγεσία του Κόμματος μιλάει για «αλληλεξάρτηση» και ότι «ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξης του» (θέση 72).
Επιστρέφουμε σε αναλύσεις του μεσοπολέμου που οδήγησαν το ΚΚΕ στα πρόθυρα της διάλυσης. Τότε υπήρχε η Κομμουνιστική Διεθνής που απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο. Τώρα έχουμε την πείρα πολλών δεκαετιών και την υποχρέωση να δικαιώσουμε και υπερασπιστούμε τους αγώνες και τις θυσίες των προηγούμενων γενεών. Ένα κόμμα σαν το ΚΚΕ που θα το ξεχάσει αυτό δεν έχει μέλλον. 
Οι ανατροπές που έγιναν στις αρχές του ΄90 στις τότε σοσιαλιστικές χώρες ήταν επώδυνες και συγκλονιστικές. Το παγκόσμιο εργατικό κίνημα υπέστη μία στρατηγικού χαρακτήρα ήττα. Όμως να μην πετάξουμε μαζί με το νερό του μπάνιου και το μωρό, όπως θα έλεγε και ο Λένιν. Η ηγεσία του Κόμματος δείχνει να το ξεχνάει αυτό. Συμπεριφέρεται με σύγχυση και πανικό και αδυνατεί να διδαχτεί από τα λάθη της. Δείχνει έπαρση και αδυναμία να κατανοήσει το καινούργιο σύνθετο περιβάλλον που δημιούργησαν οι ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες. Φαίνεται αυτό από την κριτική που ασκεί στο ΚΚ Κούβας (θέση 44), ένα ΚΚ το οποίο, πέρα από κάθε πρόβλεψη και σε απίστευτα δύσκολη συγκυρία, εξακολουθεί να κρατάει ψηλά την σημαία του σοσιαλισμού.
Ένα πολιτικό κόμμα, πολύ περισσότερο ένα επαναστατικό κόμμα πρέπει να έχει πρόταση στον λαό για τι θα κάνει αύριο, τώρα. Η μετάθεση όλων των ζητημάτων για μετά την επανάσταση, με την προσθήκη μάλιστα πως δεν είναι ώριμες οι υποκειμενικές συνθήκες για αυτήν, βγάζει το ΚΚΕ από την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα και πολύ απλά το κενό το καλύπτει ο δεξιός οπορτουνισμός, αλλά και κάθε λογίς παράσιτα που φυτρώνουν στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης. 
Ακόμη και αν κάποια στιγμή ωριμάσουν οι προϋποθέσεις για την επανάσταση το ΚΚΕ κινδυνεύει να έχει περιθωριοποιηθεί τόσο που να μην μπορεί να παίξει τον ιστορικό του ρόλο. Με εξαίρεση ένα πολύ νέο αριθμό κομματικών μελών που έχουν βέβαια επαναστατικό ενθουσιασμό, αλλά μικρή κοινωνική και πολιτική πείρα δεν έχω συναντήσει μέλος ή οπαδό του κόμματος που να μην προβληματίζεται  για το που πάει το Κόμμα. Η ηγεσία γιατί δεν το βλέπει αυτό; Γιατί δεν αφουγκράζεται την ανησυχία των απλών μελών και οπαδών; Όχι μόνον αυτό, αλλά όποιος τολμάει να εκφράσει τη  διαφωνία του γίνεται αμέσως εχθρός και μιλάω από προσωπική πείρα.
Ο επαναστάτης οφείλει να έχει το μεγαλείο ψυχής, να αναγνωρίζει τα λάθη του. Αντίς η ηγεσία του Κόμματος να αναγνωρίσει, ότι δεν περπατάει αυτή η γραμμή, ότι δεν συγκινεί τον κόσμο (ούτε καν τα κομματικά μέλη), ότι χιλιάδες παραδοσιακοί φίλοι και οπαδοί  εγκατέλειψαν ή  εγκαταλείπουν το Κόμμα, επιμένει στην ίδια ρότα. Επιτέλους ας μας πουν πού και πότε εφαρμόστηκε αυτή η γραμμή, ποιο από τα σημερινά ΚΚ την εφαρμόζει και με τι απήχηση στον κόσμο. Ακόμη και στο ΚΚ Πορτογαλίας κάνουμε κριτική. Μήπως έχει χαθεί το μέτρο ή να το πω διαφορετικά, πόσο αξιόπιστη είναι μία ηγεσία που ψήφιζε και υποστήριζε τις θέσεις που σήμερα εγκαταλείπει; Πόσοι από αυτούς που σήμερα μας λένε ότι δεν επιτρέπεται το Κόμμα να συμμετάσχει σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού ψήφισαν την κυβέρνηση Τζανετάκη και πότε έκαναν αυτοκριτική για αυτό; Πόσοι απ` αυτούς ζυμώθηκαν με τον εργαζόμενο, γνώρισαν τις αγωνίες και τις ελπίδες του, τη μιζέρια και τον ωχαδερφισμό του πολλές φορές, πόσοι απ` αυτούς άφησαν τα σκονισμένα γραφεία, τους στείρους βερμπαλισμούς, τους λόγους τους μεγάλους και έγιναν ένα με τον «κοσμάκη»; Γιατί αυτός ο κόσμος μας άκουγε μέχρι πρότινος και μας εμπιστευόταν και τώρα δε θέλει ούτε να μας δει.
Πολλά από τα ΚΚ αμέσως μετά τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες εγκατέλειψαν τον Μαρξισμό-Λενινισμό (το ΚΚ Ιταλίας μεταλλάχτηκε τελείως καταργώντας ακόμη και το σφυροδρέπανο). Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν αναπάντεχη χρόνια πριν το ρεύμα του λεγόμενου ευρωκομουνισμού είχε προετοιμάσει το έδαφος. Το Κόμμα μπόρεσε να αποφύγει την διάλυση του από δεξιά παρά τα σοβαρά λάθη του 1989. Δυστυχώς υποτιμήθηκε ο κίνδυνος από «αριστερά» και φοβάμαι πως τον έχουμε μπροστά μας.  Και αυτός ο κίνδυνος είναι αφάνταστα πιο μεγάλος και ταυτόχρονα δεδομένων των συνθηκών με πολύ μεγαλύτερο κόστος στο κίνημα, στο μέλλον των παιδιών μας και το δικό μας.
σημ. Οι απόψεις σεβαστές. Οι αποφάσεις ακόμα πιο σεβαστές. Οι προβληματισμοί οφείλουν να ερμηνευτούν, τα ερωτήματα να απαντηθούν, τα λάθη να διορθωθούν.
Ο αγώνας να συνεχιστεί.
Η Καπιταλιστική κρίση στο μέγεθος της, έπρεπε να ενισχύει την δύναμη του ΚΚΕ. Δυστυχώς όμως συμβαίνει το αντίθετο. Η ενίσχυση της οπορτουνιστικής αριστεράς, εκτιμώ ότι βρίσκεται κυρίως στην διάλυση του ΠΑΣΟΚ, μεταφέροντας τους ψηφοφόρους στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ΔΗΜΑΡ.
Το ΚΚΕ, δυστυχώς δεν μπόρεσε να πείσει ακόμα και φίλους του κόμματος.
Αν αυτές τις εποχές που ο καπιταλισμός περνά κρίση δεν μπορεί να βγει ενισχυμένο ένα κομουνιστικό κόμμα, πως μπορεί να  ενισχυθεί όταν υπάρχει άνθιση του?